οινιδιον

οινιδιον
    οἰνίδιον
    (ῐδ) τό немножко вина Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οινιδιον" в других словарях:

  • οινίδιον — οἰνίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού οἶνος) μικρή ποσότητα κρασιού ή αδύνατο κρασί …   Dictionary of Greek

  • οἰνιδίου — οἰνίδιον small wine neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»